άρρυθμος

άρρυθμος
η , ο [ος , ον ]
1) несоразмерный, асимметричный, непропорциональный; 2) неритмичный; 3) не имеющий определённого архитектурного стиля

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "άρρυθμος" в других словарях:

  • ἄρρυθμος — unrhythmical masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρρυθμος — η, ο (AM ἄρρυθμος, ον) [ρυθμός] 1. αυτός που δεν έχει ρυθμό ούτε αναλογία ή συμμετρία 2. ο ακατάστατος αρχ. ο αντίθετος, ο εχθρικός …   Dictionary of Greek

  • άρρυθμος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει ρυθμό, που εμφανίζει αρρυθμία: Οι χτύποι της καρδιάς του είναι άρρυθμοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρρυθμότερον — ἄρρυθμος unrhythmical adverbial comp ἄρρυθμος unrhythmical masc acc comp sg ἄρρυθμος unrhythmical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρύθμως — ἄρρυθμος unrhythmical adverbial ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρυθμον — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem acc sg ἄρρυθμος unrhythmical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρύθμου — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρύθμους — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρύθμων — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρύθμῳ — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρυθμα — ἄρρυθμος unrhythmical neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»